Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπικᾶτα — of spikenard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπικάτα — τὰ, Α (ενν. χρίσματα) εντριβές με βαλσαμέλαιο από νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. spicatus «σταχυοφόρος»] … Dictionary of Greek